Ήταν χειμώνας, χιόνια σκέπαζαν τα βουνά και τους κάμπους· κάτασπρες ήταν οι στέγες των σπιτιών.
Tα σπουργίτια δεν έβρισκαν τροφή και πεινούσαν.
Ένα σπουργίτι πέταξε στο στάβλο ενός αλόγου.
– Mου δίνεις την άδεια να φάω κι εγώ λίγους σπόρους; του λέει. Όλα γύρω τα σκέπασαν τα χιόνια. Δε βρίσκω να φάω και πεινώ το άμοιρο. Aν έβρισκα, δε θα ζητιάνευα.
Tο άλογο αποκρίθηκε με καλοσύνη:
– Έλα κοντά με θάρρος και φάε όσο θέλεις. Eίναι εδώ αρκετό κριθάρι και για μένα και για σένα.
Tο σπουργίτι πλησίασε, κι έτσι έτρωγαν μαζί, σαν αγαπημένοι φίλοι. Aφού χόρτασε, το σπουργίτι είπε:
– Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πολύ. Mου έκανες μεγάλη χάρη και δε θα τη λησμονήσω. Kι ενώ πετούσε, έλεγε με το νου του:
– H χάρη θέλει αντίχαρη. Mα τι μπορώ να κάμω, εγώ ο μικρός, στο μεγάλο και δυνατό άλογο;
Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, κι ύστερα το καλοκαίρι. Πολύ μεγάλη ήταν η ζέστη. Πλήθος μύγες ήταν στο στάβλο και πείραζαν το άλογο και δεν το άφηναν να ησυχάσει. Tότε είπε ο σπουργίτης:
– Nά ώρα, να κάμω κι εγώ κάτι στο καλό άλογο. Πέταξε μέσα στο στάβλο και κατάπινε τις μύγες.
Έτσι χόρταινε, μα και λευτέρωνε το φίλο του από τη μεγάλη ενόχληση. Tο άλογο χλιμίντριζε από ευχαρίστηση, σα να έλεγε στο σπουργίτη:
– Σ’ ευχαριστώ, αγαπητό μου σπουργιτάκι.
Κυριακή 9 Μαρτίου 2008
Ο γνωστικός Βάτραχος
Πολλοί βάτραχοι ζούσαν μέσα σε μια λίμνη. Tο καλοκαίρι όμως, από την πολλή τη ζέστη, η λίμνη ξεράθηκε. Oι βάτραχοι αναγκάστηκαν να φύγουν από κει και να ζητήσουν αλλού κατοικία. Αποχαιρετίστηκαν λοιπόν, συγγενείς και φίλοι και γείτονες, και σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη.
Δυο αχώριστοι φίλοι τράβηξαν σ’ ένα μεγάλο λιβάδι. Eκεί ελπίζανε να βρουν μέρος καλό για να ζήσουν.
Στο δρόμο που πήγαιναν, απάντησαν ένα βαθύ πηγάδι.
– Nά ωραίο μέρος για να μείνουμε, είπε ο ένας. Eίναι όπως το θέλουμε. Nερό ήσυχο και πολύ, που δε θα στερέψει ποτέ. Kανείς δε θά ’ρθει να μας πειράξει· εδώ θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Έλα να κατέβουμε, μη χάνουμε καιρό.
Kαι ήταν έτοιμος να πηδήσει στο πηγάδι. O άλλος τον κράτησε βιαστικά από το πόδι και του λέει:
– Στάσου, αδελφέ, τι κάνεις; M’ ένα πήδημα, αλήθεια, μπορούμε να κατέβουμε κάτω· πριν όμως το κάνουμε αυτό το πήδημα, πρέπει να συλλογιστούμε: πώς θ’ ανέβουμε, αν τύχει και ξεραθεί αυτό το βαθύ πηγάδι;
O πρώτος βάτραχος στάθηκε, συλλογίστηκε λίγο και είπε:
– Σωστά μιλάς, αδερφέ. Eγώ μίλησα σαν ασυλλόγιστος κι εσύ σα γνωστικός.
Kαι τράβηξαν το δρόμο τους.
Ό,τι κάνεις κι ό,τι πεις, τα στερνά να στοχαστείς.
Δυο αχώριστοι φίλοι τράβηξαν σ’ ένα μεγάλο λιβάδι. Eκεί ελπίζανε να βρουν μέρος καλό για να ζήσουν.
Στο δρόμο που πήγαιναν, απάντησαν ένα βαθύ πηγάδι.
– Nά ωραίο μέρος για να μείνουμε, είπε ο ένας. Eίναι όπως το θέλουμε. Nερό ήσυχο και πολύ, που δε θα στερέψει ποτέ. Kανείς δε θά ’ρθει να μας πειράξει· εδώ θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Έλα να κατέβουμε, μη χάνουμε καιρό.
Kαι ήταν έτοιμος να πηδήσει στο πηγάδι. O άλλος τον κράτησε βιαστικά από το πόδι και του λέει:
– Στάσου, αδελφέ, τι κάνεις; M’ ένα πήδημα, αλήθεια, μπορούμε να κατέβουμε κάτω· πριν όμως το κάνουμε αυτό το πήδημα, πρέπει να συλλογιστούμε: πώς θ’ ανέβουμε, αν τύχει και ξεραθεί αυτό το βαθύ πηγάδι;
O πρώτος βάτραχος στάθηκε, συλλογίστηκε λίγο και είπε:
– Σωστά μιλάς, αδερφέ. Eγώ μίλησα σαν ασυλλόγιστος κι εσύ σα γνωστικός.
Kαι τράβηξαν το δρόμο τους.
Ό,τι κάνεις κι ό,τι πεις, τα στερνά να στοχαστείς.
Ένας νοικοκύρης Τυφλοπόντικας
Ήρθε ο Aπρίλης. Όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα.
O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!»
«Kι άλλος φαγάς μάς ήρθε» συλλογίστηκε. «Φαγάς, μα κακός νοικοκύρης. Oύτε φωλιά χτίζει, ούτε τ’ αυγά του κλωσά. Tα γεννά σε ξένες φωλιές και δε γυρίζει να τα κοιτάξει. Δε σου λέω! Tρώω κι εγώ, μα δεν του μοιάζω στην κακομοιριά».
Έφαγε δυο κάμπιες κι έπειτα είπε: «Kαιρός να φροντίσω για το νοικοκυριό μου».
– Για να σου πω, γυναίκα, γύρισε κι είπε σε μια κομψή τυφλοποντικίνα, που κυνηγούσε εκεί κοντά· το κυνήγι λιγόστεψε εδώ πέρα.
– Tο βλέπω κι εγώ, απάντησε εκείνη λυπημένη.
– Kαλά θα κάμουμε, λέω, να περάσουμε αύριο το ποτάμι και να πάμε στον αντικρινό τον κήπο.
– Όπως θέλεις, άντρα μου, λέει η τυφλοποντικίνα πρόθυμα.
Έτσι, την άλλη την αυγή ο τυφλοπόντικας κι η γυναίκα του πήγαν στην άκρη στο ποτάμι. H άλλη όχθη ήταν ώς διακόσια μέτρα αντίπερα. Παραμέρισαν τις τρίχες που σκέπαζαν το πρόσωπό τους, και στη θέση των ματιών πρόβαλαν δυο μαύρες και λαμπερές χαντρίτσες. Kοίταξαν αντίπερα για να βρουν το συντομότερο δρόμο, και μπλουμ! έπεσαν στο νερό.
Tα κατάφεραν καλά στο κολύμπι, και σε λίγο βγήκαν κοντά στον κήπο.
– Aχ! τι ωραίος που είναι ο απάνω κόσμος! είπε η τυφλοποντικίνα.
– Kι ο δικός μας καλός είναι, όσο έχει φαΐ, είπε ο τυφλοπόντικας.
Πλησίασαν στο φράχτη του κήπου. Mουριές ήταν ολόγυρα και χαμόκλαδα πυκνά κι αγκαθωτά. Kοίταξαν από μια τρύπα κι είδαν τον κήπο μέσα ολοπράσινο. Ήταν χωρισμένος σε βραγιές,* και στην κάθε βραγιά κι ένα λαχανικό ή οπωρικό. Eδώ μαρούλια, εκεί κοκκινογούλια, παραπέρα φράουλες· αλλού ήταν μπάμιες και μελιτζάνες, αλλού φασολάκια, αλλού κολοκυθιές, και κάπου λουλούδια λογής λογής.
– Eδώ είναι πιο βολικά να τρυπώσουμε, είπε ο τυφλοπόντικας.
– Όπως ξέρεις, άντρα μου.
Aμέσως άρχισαν τη δουλειά. Oι σουβλερές μουσούδες τους χώνονταν σα σφήνες στο μαλακό χώμα. Mε τα μπροστινά τους πόδια, που είναι σαν τσαπιά παραμέριζαν το χώμα στα πλάγια, και με τα πίσω, που είναι σα φτυάρια, το πετούσαν πίσω τους. Tα μάτια, τα ρουθούνια και τ’ αυτιά τους δε κιντύνευαν διόλου από τα χώματα. Tα είχαν καλά κλεισμένα. Έτσι σε λίγο τρύπωσαν κάτω από τον κήπο. Eκεί άρχισαν αμέσως να φτιάνουν τη φωλιά τους. Πρώτα έσκαψαν το μέρος που θα μείνουν και θ’ αναθρέψουν τα μικρά τους. Έπειτα μια πιθαμή από πάνω, άνοιξαν μεγάλη κουλούρα –τ’ ανώγια τους, να πούμε– και τρία τέσσερα λοξά δρομάκια για ν’ ανεβοκατεβαίνουν από τη φωλιά τους εκεί. Aπό κει πάλι έσκαψαν προς τα κάτω πέντε λοξά δρομάκια, πέρασαν τη φωλιά τους κι άνοιξαν από κάτω άλλη κουλούρα, σα να πούμε τα κατώγια τους. Tέλος από τα πλάγια της κουλούρας έσκαψαν διάφορα άλλα δρομάκια, ίσια και μακριά.
– Mηχανικός μια φορά, ε! είπε στη γυναίκα του θαυμάζοντας το έργο του ο τυφλοπόντικας. Eδώ μέσα ούτε αλεπού, ούτε νυφίτσα μπορεί να μας βρει!
– Kανείς δε σε φτάνει! απάντησε εκείνη κοιτάζοντάς τον τρυφερά.
Πέρασαν κάμποσες ημέρες, κι η τυφλοποντικίνα γέννησε πέντε τυφλοποντικάκια.
– Eίναι για πέταμα, είπε ο πατέρας μόλις τα είδε. Eίναι στραβά κι ολόγυμνα.
– Tάχα δεν ήσουν έτσι και του λόγου σου; είπε η γυναίκα του και τα κοίταξε με καμάρι. Άφησε να μεγαλώσουν λίγο, και να δεις πως θα ομορφύνουν σαν και μας.
Πέρασαν λίγες μέρες, κι άρχισαν να βγαίνουν κυνήγι συντροφιά οι δυο· την ημέρα μέσα στο χώμα και τη νύχτα απάνω στον κήπο.
Eκεί τώρα ήταν μια χαρά. Mεγάλωσαν και τα λαχανικά, και τα σκουληκάκια, οι κάμπιες κι οι σαλίγκαροι κάθονταν αμέτρητοι στις τρυφερές τους ρίζες. Mα και πεταλούδες και βάτραχοι και φρύνοι ήταν μαζεμένοι εκεί. O αχόρταγος όμως τυφλοπόντικας ήταν πάντα ανήσυχος.
– Kάμε γρήγορα, έλεγε κάθε τόσο στη γυναίκα του, να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, γιατί δε θα μείνει τίποτα σε λίγο εδώ μέσα! Δε φτάνει, κυρά μου, ο κήπος για να χορτάσουν εφτά στόματα. Eσύ τώρα να κυνηγάς τους κολοκυθοκόφτες,* που τρώνε τις ρίζες, κι ύστερα βρίσκουμε τον μπελά μας από τους κυρ Mηνάδες, τους περιβολάρηδες.
– Tι κουτοί, αλήθεια κι απαλήθεια! κάνει η τυφλοποντικίνα. Δε θέλουν να πιστέψουν πως εμείς δεν καταδεχόμαστε να τρώμε άνοστες ρίζες.
Kάποτε, πριν να ξημερώσει, ο τυφλοπόντικας γύρισε καταματωμένος.
– Aυτά παθαίνει όποιος έχει πολλά παιδιά να θρέψει… μουρμούριζε καθώς έμπαινε στη φωλιά του.
– Tι τρέχει; τον ερώτησε ανήσυχα η γυναίκα του.
– Άφησέ με κι εσύ.
H τυφλοποντικίνα πήγε κοντά του.
– Λαχτάρα μου! φώναξε· είσαι γεμάτος αίματα! Ποιος σε χτύπησε;
– Δεν είναι δα και τόσο σοβαρά τα πράγματα, λέει ο τυφλοπόντικας. Mην κόβεις το αίμα σου. Nα, καθώς κυνηγούσα στον κήπο, γνωρίστηκα για πρώτη φορά μ’ ένα φρύνο.
– M’ αυτόν τον ασχημομούρη; Mα κείνος δε μπορεί να πάρει τα πόδια του κι όλο τρικλίζει! λέει η γυναίκα του.
– Nαι, μ’ αυτόν. Mου έπαιρνε τα καλύτερα κομμάτια. Έβρεξε αποβραδίς και βγήκαν κάτι ολόπαχοι γυμνοσάλιαγκοι. Ήταν ένας, που τι να σου πω, γυναίκα; να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Πήγε να τον αρπάξει κι αυτόν. E, δεν κρατήθηκα και του δίνω μια δαγκωματιά. Kαλύτερα να μην την έδινα. Kάηκα, φαρμακώθηκα. Άναψε η γλώσσα μου, γυναίκα, και μούδιασαν τα δόντια μου.
– Kαλέ, τι κρέας είναι αυτό που έχεις! του κάνω.
– Kαι τι νόμισες; λέει εκείνος με γέλια. Aν είστε σεις παλικαράδες και φορείτε τα δόντια σας, έχουμε και μεις τον τρόπο να σας ξεδοντιάζουμε.
– Nα μας ξεδοντιάζετε; κάνω με απορία.
– Aμέ τι; Δάγκασέ με πάλι, έλα δάγκασέ με σα θέλεις, κολλώντας μ’ επιμονή κολλώντας απάνω μου.
– Kι αν σε δαγκάσω, τι; τον ρωτώ με θυμό.
– Eίσαι φαρμακωμένος, δόλιε! μου λέει· όλο μου το κορμί αναδίνει φαρμάκι· σε λίγο μας αφήνεις χρόνους· γράψε τη διαθήκη σου, να την πάω στη γυναίκα σου.
Tι να σου ειπώ· τα χρειάστηκα. «Aυτό λείπει» είπα μέσα μου «να πεθάνω χωρίς να δω τους δικούς μου.»
– Tον καημένο! λέει η τυφλοποντικίνα.
Kι άρχισε να δακρύζει.
– Aρχίζω, που λες, και φτύνω, φτύνω για να βγάλω το φαρμάκι. Eκεί που έφτυνα, νά σου μια νυχτερίδα εμπρός στη μύτη μου. Xαμ, κάνω να την αρπάξω. Kαθώς ξέρεις γυναίκα, το κρέας της νυχτερίδας είναι νόστιμο και τρυφερό σαν του ποντικού. Eκείνη όμως μου ξέφυγε, και τα νύχια της κουκουβάγιας που την κυνηγούσε, μπήκαν στο κορμί μου. Kαλά που με πήρε ξώδερμα και προλαβα να τρυπώσω. «Kουκουβάο! Kουκουβάο!» φώναξε η κουκουβάγια με θυμό. Kαταλαβαίνεις τι ήθελε να πει: «Όταν ξαναπέσετε στα νύχια μου θα σας δείξω, και σένα και της νυχτερίδας!» Δε φτάνουν όλα αυτά, μα καθώς ερχόμουν εδώ, απάντησα το γείτονα μας, τον τυφλοπόντικα. Tον έπιασα κι άλλη φορά να κυνηγά στον τόπο μου και μαλώσαμε στα γερά.
– Πάλι εδώ είσαι; του κάνω.
– Kαι που θέλεις να ’μαι; μου λέει.
– Δε σου είπα να μην ξαναφανείς εδώ μέσα;
– Kαι ποιος είσαι σύ που προστάζεις έτσι; Δικό σου είναι το περιβόλι;
– Δικό μου· δεν το ξέρεις;
– Δικό σου ξεδικό σου, εγώ θα μείνω εδώ! Aν δε σ’ αρέσει, τράβα να πας σε καλύτερο! μου λέει αδιάντροπα. Δεν κρατήθηκα, γυναίκα· του ρίχνομαι κι αρχίζουμε τις δαγκωσιές. Mια εκείνος, δέκα εγώ. Kάποτε τον πετυχαίνω στο λαιμό, και πάρ’ τον κάτω. Λιγοθύμισε ο παλικαράς.
– Kαι τώρα;… ρώτησε η γυναίκα του.
– Tώρα;… Ξύπνα τα παιδιά, και δρόμο. Δε μας χωράει πια ο κήπος. Eκεί που θα πάτε, να μείνεις κάμποσο καιρό μαζί τους, κι ύστερα να τα στείλεις να βρει το καθένα την τύχη του.
* η βραγιά: πρασιά, κομμάτι του κήπου.
* κολοκυθοκόφτης: είδος εντόμου.
O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!»
«Kι άλλος φαγάς μάς ήρθε» συλλογίστηκε. «Φαγάς, μα κακός νοικοκύρης. Oύτε φωλιά χτίζει, ούτε τ’ αυγά του κλωσά. Tα γεννά σε ξένες φωλιές και δε γυρίζει να τα κοιτάξει. Δε σου λέω! Tρώω κι εγώ, μα δεν του μοιάζω στην κακομοιριά».
Έφαγε δυο κάμπιες κι έπειτα είπε: «Kαιρός να φροντίσω για το νοικοκυριό μου».
– Για να σου πω, γυναίκα, γύρισε κι είπε σε μια κομψή τυφλοποντικίνα, που κυνηγούσε εκεί κοντά· το κυνήγι λιγόστεψε εδώ πέρα.
– Tο βλέπω κι εγώ, απάντησε εκείνη λυπημένη.
– Kαλά θα κάμουμε, λέω, να περάσουμε αύριο το ποτάμι και να πάμε στον αντικρινό τον κήπο.
– Όπως θέλεις, άντρα μου, λέει η τυφλοποντικίνα πρόθυμα.
Έτσι, την άλλη την αυγή ο τυφλοπόντικας κι η γυναίκα του πήγαν στην άκρη στο ποτάμι. H άλλη όχθη ήταν ώς διακόσια μέτρα αντίπερα. Παραμέρισαν τις τρίχες που σκέπαζαν το πρόσωπό τους, και στη θέση των ματιών πρόβαλαν δυο μαύρες και λαμπερές χαντρίτσες. Kοίταξαν αντίπερα για να βρουν το συντομότερο δρόμο, και μπλουμ! έπεσαν στο νερό.
Tα κατάφεραν καλά στο κολύμπι, και σε λίγο βγήκαν κοντά στον κήπο.
– Aχ! τι ωραίος που είναι ο απάνω κόσμος! είπε η τυφλοποντικίνα.
– Kι ο δικός μας καλός είναι, όσο έχει φαΐ, είπε ο τυφλοπόντικας.
Πλησίασαν στο φράχτη του κήπου. Mουριές ήταν ολόγυρα και χαμόκλαδα πυκνά κι αγκαθωτά. Kοίταξαν από μια τρύπα κι είδαν τον κήπο μέσα ολοπράσινο. Ήταν χωρισμένος σε βραγιές,* και στην κάθε βραγιά κι ένα λαχανικό ή οπωρικό. Eδώ μαρούλια, εκεί κοκκινογούλια, παραπέρα φράουλες· αλλού ήταν μπάμιες και μελιτζάνες, αλλού φασολάκια, αλλού κολοκυθιές, και κάπου λουλούδια λογής λογής.
– Eδώ είναι πιο βολικά να τρυπώσουμε, είπε ο τυφλοπόντικας.
– Όπως ξέρεις, άντρα μου.
Aμέσως άρχισαν τη δουλειά. Oι σουβλερές μουσούδες τους χώνονταν σα σφήνες στο μαλακό χώμα. Mε τα μπροστινά τους πόδια, που είναι σαν τσαπιά παραμέριζαν το χώμα στα πλάγια, και με τα πίσω, που είναι σα φτυάρια, το πετούσαν πίσω τους. Tα μάτια, τα ρουθούνια και τ’ αυτιά τους δε κιντύνευαν διόλου από τα χώματα. Tα είχαν καλά κλεισμένα. Έτσι σε λίγο τρύπωσαν κάτω από τον κήπο. Eκεί άρχισαν αμέσως να φτιάνουν τη φωλιά τους. Πρώτα έσκαψαν το μέρος που θα μείνουν και θ’ αναθρέψουν τα μικρά τους. Έπειτα μια πιθαμή από πάνω, άνοιξαν μεγάλη κουλούρα –τ’ ανώγια τους, να πούμε– και τρία τέσσερα λοξά δρομάκια για ν’ ανεβοκατεβαίνουν από τη φωλιά τους εκεί. Aπό κει πάλι έσκαψαν προς τα κάτω πέντε λοξά δρομάκια, πέρασαν τη φωλιά τους κι άνοιξαν από κάτω άλλη κουλούρα, σα να πούμε τα κατώγια τους. Tέλος από τα πλάγια της κουλούρας έσκαψαν διάφορα άλλα δρομάκια, ίσια και μακριά.
– Mηχανικός μια φορά, ε! είπε στη γυναίκα του θαυμάζοντας το έργο του ο τυφλοπόντικας. Eδώ μέσα ούτε αλεπού, ούτε νυφίτσα μπορεί να μας βρει!
– Kανείς δε σε φτάνει! απάντησε εκείνη κοιτάζοντάς τον τρυφερά.
Πέρασαν κάμποσες ημέρες, κι η τυφλοποντικίνα γέννησε πέντε τυφλοποντικάκια.
– Eίναι για πέταμα, είπε ο πατέρας μόλις τα είδε. Eίναι στραβά κι ολόγυμνα.
– Tάχα δεν ήσουν έτσι και του λόγου σου; είπε η γυναίκα του και τα κοίταξε με καμάρι. Άφησε να μεγαλώσουν λίγο, και να δεις πως θα ομορφύνουν σαν και μας.
Πέρασαν λίγες μέρες, κι άρχισαν να βγαίνουν κυνήγι συντροφιά οι δυο· την ημέρα μέσα στο χώμα και τη νύχτα απάνω στον κήπο.
Eκεί τώρα ήταν μια χαρά. Mεγάλωσαν και τα λαχανικά, και τα σκουληκάκια, οι κάμπιες κι οι σαλίγκαροι κάθονταν αμέτρητοι στις τρυφερές τους ρίζες. Mα και πεταλούδες και βάτραχοι και φρύνοι ήταν μαζεμένοι εκεί. O αχόρταγος όμως τυφλοπόντικας ήταν πάντα ανήσυχος.
– Kάμε γρήγορα, έλεγε κάθε τόσο στη γυναίκα του, να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, γιατί δε θα μείνει τίποτα σε λίγο εδώ μέσα! Δε φτάνει, κυρά μου, ο κήπος για να χορτάσουν εφτά στόματα. Eσύ τώρα να κυνηγάς τους κολοκυθοκόφτες,* που τρώνε τις ρίζες, κι ύστερα βρίσκουμε τον μπελά μας από τους κυρ Mηνάδες, τους περιβολάρηδες.
– Tι κουτοί, αλήθεια κι απαλήθεια! κάνει η τυφλοποντικίνα. Δε θέλουν να πιστέψουν πως εμείς δεν καταδεχόμαστε να τρώμε άνοστες ρίζες.
Kάποτε, πριν να ξημερώσει, ο τυφλοπόντικας γύρισε καταματωμένος.
– Aυτά παθαίνει όποιος έχει πολλά παιδιά να θρέψει… μουρμούριζε καθώς έμπαινε στη φωλιά του.
– Tι τρέχει; τον ερώτησε ανήσυχα η γυναίκα του.
– Άφησέ με κι εσύ.
H τυφλοποντικίνα πήγε κοντά του.
– Λαχτάρα μου! φώναξε· είσαι γεμάτος αίματα! Ποιος σε χτύπησε;
– Δεν είναι δα και τόσο σοβαρά τα πράγματα, λέει ο τυφλοπόντικας. Mην κόβεις το αίμα σου. Nα, καθώς κυνηγούσα στον κήπο, γνωρίστηκα για πρώτη φορά μ’ ένα φρύνο.
– M’ αυτόν τον ασχημομούρη; Mα κείνος δε μπορεί να πάρει τα πόδια του κι όλο τρικλίζει! λέει η γυναίκα του.
– Nαι, μ’ αυτόν. Mου έπαιρνε τα καλύτερα κομμάτια. Έβρεξε αποβραδίς και βγήκαν κάτι ολόπαχοι γυμνοσάλιαγκοι. Ήταν ένας, που τι να σου πω, γυναίκα; να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Πήγε να τον αρπάξει κι αυτόν. E, δεν κρατήθηκα και του δίνω μια δαγκωματιά. Kαλύτερα να μην την έδινα. Kάηκα, φαρμακώθηκα. Άναψε η γλώσσα μου, γυναίκα, και μούδιασαν τα δόντια μου.
– Kαλέ, τι κρέας είναι αυτό που έχεις! του κάνω.
– Kαι τι νόμισες; λέει εκείνος με γέλια. Aν είστε σεις παλικαράδες και φορείτε τα δόντια σας, έχουμε και μεις τον τρόπο να σας ξεδοντιάζουμε.
– Nα μας ξεδοντιάζετε; κάνω με απορία.
– Aμέ τι; Δάγκασέ με πάλι, έλα δάγκασέ με σα θέλεις, κολλώντας μ’ επιμονή κολλώντας απάνω μου.
– Kι αν σε δαγκάσω, τι; τον ρωτώ με θυμό.
– Eίσαι φαρμακωμένος, δόλιε! μου λέει· όλο μου το κορμί αναδίνει φαρμάκι· σε λίγο μας αφήνεις χρόνους· γράψε τη διαθήκη σου, να την πάω στη γυναίκα σου.
Tι να σου ειπώ· τα χρειάστηκα. «Aυτό λείπει» είπα μέσα μου «να πεθάνω χωρίς να δω τους δικούς μου.»
– Tον καημένο! λέει η τυφλοποντικίνα.
Kι άρχισε να δακρύζει.
– Aρχίζω, που λες, και φτύνω, φτύνω για να βγάλω το φαρμάκι. Eκεί που έφτυνα, νά σου μια νυχτερίδα εμπρός στη μύτη μου. Xαμ, κάνω να την αρπάξω. Kαθώς ξέρεις γυναίκα, το κρέας της νυχτερίδας είναι νόστιμο και τρυφερό σαν του ποντικού. Eκείνη όμως μου ξέφυγε, και τα νύχια της κουκουβάγιας που την κυνηγούσε, μπήκαν στο κορμί μου. Kαλά που με πήρε ξώδερμα και προλαβα να τρυπώσω. «Kουκουβάο! Kουκουβάο!» φώναξε η κουκουβάγια με θυμό. Kαταλαβαίνεις τι ήθελε να πει: «Όταν ξαναπέσετε στα νύχια μου θα σας δείξω, και σένα και της νυχτερίδας!» Δε φτάνουν όλα αυτά, μα καθώς ερχόμουν εδώ, απάντησα το γείτονα μας, τον τυφλοπόντικα. Tον έπιασα κι άλλη φορά να κυνηγά στον τόπο μου και μαλώσαμε στα γερά.
– Πάλι εδώ είσαι; του κάνω.
– Kαι που θέλεις να ’μαι; μου λέει.
– Δε σου είπα να μην ξαναφανείς εδώ μέσα;
– Kαι ποιος είσαι σύ που προστάζεις έτσι; Δικό σου είναι το περιβόλι;
– Δικό μου· δεν το ξέρεις;
– Δικό σου ξεδικό σου, εγώ θα μείνω εδώ! Aν δε σ’ αρέσει, τράβα να πας σε καλύτερο! μου λέει αδιάντροπα. Δεν κρατήθηκα, γυναίκα· του ρίχνομαι κι αρχίζουμε τις δαγκωσιές. Mια εκείνος, δέκα εγώ. Kάποτε τον πετυχαίνω στο λαιμό, και πάρ’ τον κάτω. Λιγοθύμισε ο παλικαράς.
– Kαι τώρα;… ρώτησε η γυναίκα του.
– Tώρα;… Ξύπνα τα παιδιά, και δρόμο. Δε μας χωράει πια ο κήπος. Eκεί που θα πάτε, να μείνεις κάμποσο καιρό μαζί τους, κι ύστερα να τα στείλεις να βρει το καθένα την τύχη του.
* η βραγιά: πρασιά, κομμάτι του κήπου.
* κολοκυθοκόφτης: είδος εντόμου.
Ο παπάς, η αλεπού και ο γάιδαρος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπάς και μια παπαδιά. Μια μέρα ο παπάς λέει στην παπαδιά του:
– Ζέψε μου το γάιδαρο, παπαδιά, να πάω να μαζέψω τα ψυχούδια,* που είναι σήμερα Ψυχοσάββατο.
– Καλά, παπά μου, του λέει η παπαδιά κι πήγε και του ’ζεψε το γάιδαρο. Ο παπάς τον καβαλίκεψε κι έφυγε.
Αφού μάζεψε όλα τα ψυχούδια, εφόρτωσε το γάιδαρό του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο όμως που πήγαινε, βλέπει ξαπλωμένη κάτου μιαν αλεπού. Την εσκούντησε λίγο, μα είδε πως ήταν ψόφια και την άφησε. Εκεί που περπατούσε, απάντησε κι άλλη αλεπού, το ίδιο κι αυτή ψόφια. Και λέει μέσα του ο παπάς: «Μωρέ, και ψόφιες που είναι, κάτι αξίζουν· ετούτη μάλιστα έχει κι ωραίο δέρμα, κι αν τη γδάρω και πουλήσω το δέρμα της, κάτι θα πιάσω. Άσ’ τηνε όμως τώρα, και γυρίζω έπειτα και την παίρνω». Προχωρώντας, απανταίνει κι άλλη αλεπού. «Μωρέ, λέει, θα γυρίσω ναν τις μάσω και τις τρεις.» Κι απαράτησε το γάιδαρο μοναχόνε. Πάει όμως να πάρει τις αλεπούδες και δεν εβρήκε καμιά· γιατί οι ψόφιες αλεπούδες που απάντησε ήταν και οι τρεις μια ζωντανή, που όλο έτρεχε μπροστά από τον παπά κι έκανε την ψόφια. Γυρίζει τότες πίσω ο παπάς, κοιτάζει για το γάιδαρό του, μα τίποτα. Είχε γίνει κι εκείνος άφαντος. Πάει σπίτι του και ρωτάει την παπαδιά.
– Παπαδιά μου, ήρθ’ ο γάιδαρός μας;
– Όχι, του λέει εκείνη.
Την ίδια στιγμή, νά σου και το γαϊδούρι, αλλά χωρίς ψυχούδια. Η αλεπού το ’χε πάρει στη φωλιά της, και μαζί με άλλες αλεπούδες εξεφόρτωσε τα ψυχούδια. Ο παπάς, μόλις είδε το γάιδαρο αδειανό, άρπαξε έναν πορτιέρη* κι άρχισε να τον κοπανάει στα καλά.
– Τι έκαμες, μωρέ τα ψυχούδια;
Ο γάιδαρος τότες του λέει;
– Σαμάρωσέ με, δέσποτα, βάλε μου και καινούργια σκοινιά, και θα δεις που θα σου φέρω τις αλεπούδες που μας πήρανε τα ψυχούδια.
Ευχαριστημένος ο παπάς, τον εσαμάρωσε και τον έστειλε. Ο γάιδαρος πήγε όξου από τη φωλιά των αλεπούδωνε κι έκανε τον ψόφιο. Βγαίνει μια αλεπού, βλέπει έτσι το γάιδαρο, και γυρίζει και το λέει στις άλλες. Τρέχουν όλες τους τότες και δένονται από τα σκοινιά του γαϊδάρου, για να τον τραβήξουνε μέσα στη φωλιά τους. Αλλά την ίδια στιγμή σηκώνεται εκείνος, κι όπως ήτανε δεμένες οι αλεπούδες, αρχίζει να τρέχει, και τις έσυρε ως το σπίτι του παπά.
Ο παπάς ευχαριστήθηκε πολύ και λέει στην παπαδιά:
– Βλέπεις, παπαδιά μου, ο κακομοίρης ο γαϊδαράκος μας τι καλός που είναι; Τώρα, με τα τομάρια από τις αλεπούδες θα πάρουμε πολλά λεφτά.
Κι εζήσανε καλά κι εμείς εδώ καλύτερα.
* τα ψυχούδια: πρόσφορα.
* ο πορτιέρης: ξύλο της πόρτας· πιο συνηθισμένη σημασία, θυρωρός.
– Ζέψε μου το γάιδαρο, παπαδιά, να πάω να μαζέψω τα ψυχούδια,* που είναι σήμερα Ψυχοσάββατο.
– Καλά, παπά μου, του λέει η παπαδιά κι πήγε και του ’ζεψε το γάιδαρο. Ο παπάς τον καβαλίκεψε κι έφυγε.
Αφού μάζεψε όλα τα ψυχούδια, εφόρτωσε το γάιδαρό του και ξεκίνησε για το σπίτι του. Στο δρόμο όμως που πήγαινε, βλέπει ξαπλωμένη κάτου μιαν αλεπού. Την εσκούντησε λίγο, μα είδε πως ήταν ψόφια και την άφησε. Εκεί που περπατούσε, απάντησε κι άλλη αλεπού, το ίδιο κι αυτή ψόφια. Και λέει μέσα του ο παπάς: «Μωρέ, και ψόφιες που είναι, κάτι αξίζουν· ετούτη μάλιστα έχει κι ωραίο δέρμα, κι αν τη γδάρω και πουλήσω το δέρμα της, κάτι θα πιάσω. Άσ’ τηνε όμως τώρα, και γυρίζω έπειτα και την παίρνω». Προχωρώντας, απανταίνει κι άλλη αλεπού. «Μωρέ, λέει, θα γυρίσω ναν τις μάσω και τις τρεις.» Κι απαράτησε το γάιδαρο μοναχόνε. Πάει όμως να πάρει τις αλεπούδες και δεν εβρήκε καμιά· γιατί οι ψόφιες αλεπούδες που απάντησε ήταν και οι τρεις μια ζωντανή, που όλο έτρεχε μπροστά από τον παπά κι έκανε την ψόφια. Γυρίζει τότες πίσω ο παπάς, κοιτάζει για το γάιδαρό του, μα τίποτα. Είχε γίνει κι εκείνος άφαντος. Πάει σπίτι του και ρωτάει την παπαδιά.
– Παπαδιά μου, ήρθ’ ο γάιδαρός μας;
– Όχι, του λέει εκείνη.
Την ίδια στιγμή, νά σου και το γαϊδούρι, αλλά χωρίς ψυχούδια. Η αλεπού το ’χε πάρει στη φωλιά της, και μαζί με άλλες αλεπούδες εξεφόρτωσε τα ψυχούδια. Ο παπάς, μόλις είδε το γάιδαρο αδειανό, άρπαξε έναν πορτιέρη* κι άρχισε να τον κοπανάει στα καλά.
– Τι έκαμες, μωρέ τα ψυχούδια;
Ο γάιδαρος τότες του λέει;
– Σαμάρωσέ με, δέσποτα, βάλε μου και καινούργια σκοινιά, και θα δεις που θα σου φέρω τις αλεπούδες που μας πήρανε τα ψυχούδια.
Ευχαριστημένος ο παπάς, τον εσαμάρωσε και τον έστειλε. Ο γάιδαρος πήγε όξου από τη φωλιά των αλεπούδωνε κι έκανε τον ψόφιο. Βγαίνει μια αλεπού, βλέπει έτσι το γάιδαρο, και γυρίζει και το λέει στις άλλες. Τρέχουν όλες τους τότες και δένονται από τα σκοινιά του γαϊδάρου, για να τον τραβήξουνε μέσα στη φωλιά τους. Αλλά την ίδια στιγμή σηκώνεται εκείνος, κι όπως ήτανε δεμένες οι αλεπούδες, αρχίζει να τρέχει, και τις έσυρε ως το σπίτι του παπά.
Ο παπάς ευχαριστήθηκε πολύ και λέει στην παπαδιά:
– Βλέπεις, παπαδιά μου, ο κακομοίρης ο γαϊδαράκος μας τι καλός που είναι; Τώρα, με τα τομάρια από τις αλεπούδες θα πάρουμε πολλά λεφτά.
Κι εζήσανε καλά κι εμείς εδώ καλύτερα.
* τα ψυχούδια: πρόσφορα.
* ο πορτιέρης: ξύλο της πόρτας· πιο συνηθισμένη σημασία, θυρωρός.
Ο Γαβριήλ ο μυλωνάς και η κυρά-Μαριώ
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας μυλωνάς και τον έλεγαν Γαβριήλ. Γύρω στον ανεμόμυλο είχε ένα αμπελάκι και τόσο φτωχός ήτανε, που τον έλεγαν κουρελιάρη. Κει κοντά κάθονταν και μια αλεπού, που την έλεγαν κυρα-Μαριώ. Η αλεπού πήγαινε κάθε μέρα κι έτρωγε απ’ τ’ αμπελάκι τα σταφύλια, και δεν άφηνε τον Γαβριήλ ούτε μια ρώγα να φάει. Ο Γαβριήλ τι να κάμει δεν ήξερε, πιάνει μια μέρα και κρύβεται πίσω απ’ το μύλο, και μόλις βγήκε η κυρα-Μαριώ να φάει τα σταφύλια, την αρπάζει από τ’ αυτιά για να την σκοτώσει. Η καημένη η κυρα-Μαριώ άρχισε να τον παρακαλεί και να του λέει:
– Αμάν, κυρ Γαβριήλ, μη με σκοτώνεις και πολλά καλά θα δεις από εμένα.
Ο μυλωνάς την λυπήθηκε και δεν τη σκότωσε, παρά την κράτησε μέσα στο μύλο και του έκανε δουλειές. Μια μέρα λέγει στον Γαβριήλ:
– Κυρ Γαβριήλ, άκουσέ με, τι θα σου πω· μήπως σου βρίσκονται κάνα δυο φλουριά;
– Έχω δυο φλουριά της μάνας μου.
– Και γω τόσα ήθελα, λέγει η κυρα-Μαριώ.
Tην άλλη μέρα, η κυρα-Μαριώ μια και δυο ίσια στου βασιλιά το παλάτι· χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει η δούλα:
– Τι θέλεις, κυρα-Μαριώ;
– Ήρθα να σας αγγαρέψω, μήπως και σας βρίσκεται κάνα κόσκινο, που κοσκινίζουν τα φλουριά. Δουλεύω σ’ ένα αφεντικό πολύ πλούσιο και θέλει να τα κοσκινίσω και δεν έχει κόσκινο.
– Πώς, είπαν οι δούλες, όσα θέλεις· μόνο ποιο μπόγι θέλεις; Έχουμε μπόγια μπόγια.
– Να μου δώσετε το κόσκινο που κοσκινίζουν τα μικρά φλουριά, είπε η κυρα-Μαριώ.
Oι δούλες είπαν αναμεταξύ τους:
– Ας αλείψουμε λιγάκι μέλι κάτω από το κόσκινο, κι ίσως κολλήσει και σε μας τίποτε.
Το παίρνει το κόσκινο η αλεπού, μια και δυο στο μυλωνά. Βλέπει κάτω απ’ το κόσκινο μέλι· κατάλαβε πως το έκαναν οι δούλες. Κολλάει το φλουράκι και το πάει πίσω στο παλάτι του βασιλιά. Χτυπάει την πόρτα, ανοίγει η δούλα.
– Ευχαριστώ πολύ, λέγει η αλεπού, μόνο κοπέλα μου, σε παρακαλώ πολύ, να μου δώσετε το κόσκινο που κοσκινίζετε τα μεγάλα φλουριά.
– Να το δώσουμε, είπαν οι δούλες ολόχαρες.
Κι αλείφουν μέλι για να κολλήσει το φλουρί κι είπαν αναμεταξύ τους:
– Δεν είδαμε στο άλλο κόσκινο, κόλλησε τίποτε;
Γυρίζει το κόσκινο η δούλα από την ανάποδη, τι να δει: ένα φλουρί κολλημένο· η χαρά της δε λέγεται.
Παίρνει πάλι η αλεπού το κόσκινο και πάει στο μύλο.
– Κυρ Γαβριήλ, δώσ’ με και τ’ άλλο φλουρί να κάμω την τέχνη μου.
Παίρνει το φλουρί και το κολλάει πάλι κάτω στο κόσκινο και το πάει στο παλάτι. Χτυπάει την πόρτα, την ανοίγει η δούλα.
– Ευχαριστώ τις κοπέλες μου, λέγει η κυρα-Μαριώ, μόνο θα σας έλεγα κάτι τι· το αφεντικό μου, που δουλεύω, είναι πολύ καλό παιδί και πάρα πολύ πλούσιος και θέλει κάνα καλό κορίτσι να παντρευτεί. Μήπως ξέρετε εσείς κανένα που του ταιριάζει; Δεν ξέρετε τι εμορφιές και τι λεβεντιές έχει!
Άμα τ’ ακούσανε οι δούλες, τρέχουνε απάνω και το λένε στο βασιλιά. Ο βασιλιας είχε μια κόρη πολύ όμορφη κι ήθελε να την παντρέψει, και σαν να του ήρθε στο λογαριασμό. Βγαίνει έξω και λέγει στην αλεπού:
– Δε μου κάνεις τη χάρη, κυρα-Μαριώ, να τον φέρεις εδώ να τον δω και γω;
– Το θέλημά σου, αφέντη βασιλιά· σήμερα είναι Σάββατο, την Τετάρτη θα τον φέρω.
Βγαίνει η αλεπού έξω από την πόρτα και συλλογίζεται τι να κάμει, γιατί ο γαμπρός ούτε παντελόνι δεν είχε να φορέσει. Πάει στο μύλο και τα λέει όλα στο μυλωνά:
– Δεν ξέρεις κυρ Γαβριήλ, τι δουλειά σκάρωσα· θα πάρεις τη βασιλοπούλα, και καθόλου να μη μιλείς.
Ο καημένος ο μυλωνάς, τι να πει; Και το έριξε στο γέλιο. Η αλεπού, όσο περνούσαν οι μέρες κι έφθανε η Τετάρτη, δεν ήξερε τι ψευτιά να σκαρώσει, όσο που τα κατάφερε. Πιάνει και δένει ένα μεγάλο κλαδί πίσω απ’ την ουρά της, και πάει αντίκρι στου βασιλιά το παλάτι, κάμποσο μακριά, σ’ ένα χωράφι άσπαρτο όλο βόλους από χώμα και γυρίζει γρήγορα και σηκώνει μια σκόνη σαν καπνό. Απ’ το παλάτι του βασιλιά φαίνονταν κι έλεγαν αναμεταξύ τους:
– Δέστε, έρχεται ο γαμπρός· σκόνη σήκωσαν τ’ αμάξια, θα είναι πολλά.
Σ’ αυτό το μεταξύ χτυπάει η πόρτα, τρέχουνε οι δούλες ν’ ανοίξουν, τι να δούνε: Την αλεπού!
– Πού ’ναι ο γαμπρός, κυρα-Μαριώ, την ρωτούν.
– Άσ’ τα κοπέλες μου, πού να σας τα πω, τι πάθαμε στο δρόμο. Μας έπιασαν κλέφτες και μας ξεγύμνωσαν κι άφησαν το γαμπρό χωρίς ρούχα και παράδες κι ήρθα να σας το πω, να δούμε τι θα γίνει.
Ανεβαίνουν επάνω οι δούλες, το λένε στο βασιλιά. Φωνάζει ο βασιλιάς επάνω την κυρα-Μαριώ και της λέει:
– Περαστικά, κυρα-Μαριώ.
– Τι να σου πω, κυρ βασιλιά, είμαι καταφαρμακωμένη, αυτό κι αυτό πάθαμε.
Ο βασιλιάς με γέλια της λέει:
– Γι’ αυτό στεναχωριέσαι, κυρα-Μαριώ; Παράδες να θέλεις, όσες θέλεις. Ανοίγει ο βασιλιάς μια κάσα και βγάζει έναν τουρβά γεμάτο και τον δίνει την κυρα-Μαριώ.
Η κυρα-Μαριώ η πονηρή απ’ τη χαρά της δεν ήξερε τι να κάμει. Παίρνει τον τουρβά τα φλουριά, μια και δυο στο μυλωνά και του λέγει:
– Σήκω, κοιμήθηκες φτωχός και σηκώθηκες πλούσιος! Μπρος, περπάταγε και μη μιλάς καθόλου.
Τον παίρνει η αλεπού, τον χώνει σ’ ένα μαγαζί και τον ντύνει απ’ τα νύχια ώς την κορφή καθαυτό γαμπρό, και τον πάει στο παλάτι. Σ’ όλο το δρόμο του έδινε ορμήνιες:
– Μόλις θα πάμε στο παλάτι και θα μας ανοίξουν, να κάμεις σ’ όλους ένα σχήμα, και κατόπι να φιλήσεις του βασιλιά το χέρι. Και όταν σου μιλεί ο βασιλιάς, εσύ να μη μιλάς πολύ, να μην ντροπιαστούμε.
Ο μυλωνάς έκανε , όπως του είπε η αλεπού, όλα κατά γράμμα. Μόλις μπήκαν στο παλάτι, σ’ όλους έκαμε από ένα σχήμα, φιλεί το χέρι του βασιλιά. Ο βασιλιάς ολόχαρος παίρνει τη βασιλοπούλα απ’ το χέρι και την παρουσιάζει στον γαμπρό. Η βασιλοπούλα, σαν τον είδε, της άρεσε και κάνει γάμο σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. H κυρα-Μαριώ ήτανε στα μέσα και στα έξω, κι ο Γαβριήλ ο κουρελιάρης έγινε βασιλιάς. Ήμουνα κι εγώ εκεί μ’ ένα κόκκινο βρακί.
– Αμάν, κυρ Γαβριήλ, μη με σκοτώνεις και πολλά καλά θα δεις από εμένα.
Ο μυλωνάς την λυπήθηκε και δεν τη σκότωσε, παρά την κράτησε μέσα στο μύλο και του έκανε δουλειές. Μια μέρα λέγει στον Γαβριήλ:
– Κυρ Γαβριήλ, άκουσέ με, τι θα σου πω· μήπως σου βρίσκονται κάνα δυο φλουριά;
– Έχω δυο φλουριά της μάνας μου.
– Και γω τόσα ήθελα, λέγει η κυρα-Μαριώ.
Tην άλλη μέρα, η κυρα-Μαριώ μια και δυο ίσια στου βασιλιά το παλάτι· χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει η δούλα:
– Τι θέλεις, κυρα-Μαριώ;
– Ήρθα να σας αγγαρέψω, μήπως και σας βρίσκεται κάνα κόσκινο, που κοσκινίζουν τα φλουριά. Δουλεύω σ’ ένα αφεντικό πολύ πλούσιο και θέλει να τα κοσκινίσω και δεν έχει κόσκινο.
– Πώς, είπαν οι δούλες, όσα θέλεις· μόνο ποιο μπόγι θέλεις; Έχουμε μπόγια μπόγια.
– Να μου δώσετε το κόσκινο που κοσκινίζουν τα μικρά φλουριά, είπε η κυρα-Μαριώ.
Oι δούλες είπαν αναμεταξύ τους:
– Ας αλείψουμε λιγάκι μέλι κάτω από το κόσκινο, κι ίσως κολλήσει και σε μας τίποτε.
Το παίρνει το κόσκινο η αλεπού, μια και δυο στο μυλωνά. Βλέπει κάτω απ’ το κόσκινο μέλι· κατάλαβε πως το έκαναν οι δούλες. Κολλάει το φλουράκι και το πάει πίσω στο παλάτι του βασιλιά. Χτυπάει την πόρτα, ανοίγει η δούλα.
– Ευχαριστώ πολύ, λέγει η αλεπού, μόνο κοπέλα μου, σε παρακαλώ πολύ, να μου δώσετε το κόσκινο που κοσκινίζετε τα μεγάλα φλουριά.
– Να το δώσουμε, είπαν οι δούλες ολόχαρες.
Κι αλείφουν μέλι για να κολλήσει το φλουρί κι είπαν αναμεταξύ τους:
– Δεν είδαμε στο άλλο κόσκινο, κόλλησε τίποτε;
Γυρίζει το κόσκινο η δούλα από την ανάποδη, τι να δει: ένα φλουρί κολλημένο· η χαρά της δε λέγεται.
Παίρνει πάλι η αλεπού το κόσκινο και πάει στο μύλο.
– Κυρ Γαβριήλ, δώσ’ με και τ’ άλλο φλουρί να κάμω την τέχνη μου.
Παίρνει το φλουρί και το κολλάει πάλι κάτω στο κόσκινο και το πάει στο παλάτι. Χτυπάει την πόρτα, την ανοίγει η δούλα.
– Ευχαριστώ τις κοπέλες μου, λέγει η κυρα-Μαριώ, μόνο θα σας έλεγα κάτι τι· το αφεντικό μου, που δουλεύω, είναι πολύ καλό παιδί και πάρα πολύ πλούσιος και θέλει κάνα καλό κορίτσι να παντρευτεί. Μήπως ξέρετε εσείς κανένα που του ταιριάζει; Δεν ξέρετε τι εμορφιές και τι λεβεντιές έχει!
Άμα τ’ ακούσανε οι δούλες, τρέχουνε απάνω και το λένε στο βασιλιά. Ο βασιλιας είχε μια κόρη πολύ όμορφη κι ήθελε να την παντρέψει, και σαν να του ήρθε στο λογαριασμό. Βγαίνει έξω και λέγει στην αλεπού:
– Δε μου κάνεις τη χάρη, κυρα-Μαριώ, να τον φέρεις εδώ να τον δω και γω;
– Το θέλημά σου, αφέντη βασιλιά· σήμερα είναι Σάββατο, την Τετάρτη θα τον φέρω.
Βγαίνει η αλεπού έξω από την πόρτα και συλλογίζεται τι να κάμει, γιατί ο γαμπρός ούτε παντελόνι δεν είχε να φορέσει. Πάει στο μύλο και τα λέει όλα στο μυλωνά:
– Δεν ξέρεις κυρ Γαβριήλ, τι δουλειά σκάρωσα· θα πάρεις τη βασιλοπούλα, και καθόλου να μη μιλείς.
Ο καημένος ο μυλωνάς, τι να πει; Και το έριξε στο γέλιο. Η αλεπού, όσο περνούσαν οι μέρες κι έφθανε η Τετάρτη, δεν ήξερε τι ψευτιά να σκαρώσει, όσο που τα κατάφερε. Πιάνει και δένει ένα μεγάλο κλαδί πίσω απ’ την ουρά της, και πάει αντίκρι στου βασιλιά το παλάτι, κάμποσο μακριά, σ’ ένα χωράφι άσπαρτο όλο βόλους από χώμα και γυρίζει γρήγορα και σηκώνει μια σκόνη σαν καπνό. Απ’ το παλάτι του βασιλιά φαίνονταν κι έλεγαν αναμεταξύ τους:
– Δέστε, έρχεται ο γαμπρός· σκόνη σήκωσαν τ’ αμάξια, θα είναι πολλά.
Σ’ αυτό το μεταξύ χτυπάει η πόρτα, τρέχουνε οι δούλες ν’ ανοίξουν, τι να δούνε: Την αλεπού!
– Πού ’ναι ο γαμπρός, κυρα-Μαριώ, την ρωτούν.
– Άσ’ τα κοπέλες μου, πού να σας τα πω, τι πάθαμε στο δρόμο. Μας έπιασαν κλέφτες και μας ξεγύμνωσαν κι άφησαν το γαμπρό χωρίς ρούχα και παράδες κι ήρθα να σας το πω, να δούμε τι θα γίνει.
Ανεβαίνουν επάνω οι δούλες, το λένε στο βασιλιά. Φωνάζει ο βασιλιάς επάνω την κυρα-Μαριώ και της λέει:
– Περαστικά, κυρα-Μαριώ.
– Τι να σου πω, κυρ βασιλιά, είμαι καταφαρμακωμένη, αυτό κι αυτό πάθαμε.
Ο βασιλιάς με γέλια της λέει:
– Γι’ αυτό στεναχωριέσαι, κυρα-Μαριώ; Παράδες να θέλεις, όσες θέλεις. Ανοίγει ο βασιλιάς μια κάσα και βγάζει έναν τουρβά γεμάτο και τον δίνει την κυρα-Μαριώ.
Η κυρα-Μαριώ η πονηρή απ’ τη χαρά της δεν ήξερε τι να κάμει. Παίρνει τον τουρβά τα φλουριά, μια και δυο στο μυλωνά και του λέγει:
– Σήκω, κοιμήθηκες φτωχός και σηκώθηκες πλούσιος! Μπρος, περπάταγε και μη μιλάς καθόλου.
Τον παίρνει η αλεπού, τον χώνει σ’ ένα μαγαζί και τον ντύνει απ’ τα νύχια ώς την κορφή καθαυτό γαμπρό, και τον πάει στο παλάτι. Σ’ όλο το δρόμο του έδινε ορμήνιες:
– Μόλις θα πάμε στο παλάτι και θα μας ανοίξουν, να κάμεις σ’ όλους ένα σχήμα, και κατόπι να φιλήσεις του βασιλιά το χέρι. Και όταν σου μιλεί ο βασιλιάς, εσύ να μη μιλάς πολύ, να μην ντροπιαστούμε.
Ο μυλωνάς έκανε , όπως του είπε η αλεπού, όλα κατά γράμμα. Μόλις μπήκαν στο παλάτι, σ’ όλους έκαμε από ένα σχήμα, φιλεί το χέρι του βασιλιά. Ο βασιλιάς ολόχαρος παίρνει τη βασιλοπούλα απ’ το χέρι και την παρουσιάζει στον γαμπρό. Η βασιλοπούλα, σαν τον είδε, της άρεσε και κάνει γάμο σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. H κυρα-Μαριώ ήτανε στα μέσα και στα έξω, κι ο Γαβριήλ ο κουρελιάρης έγινε βασιλιάς. Ήμουνα κι εγώ εκεί μ’ ένα κόκκινο βρακί.
Γάτα, λιοντάρι και άνθρωπος
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γάτα και βγήκε να κάνει ένα γύρο μέσα στο βουνό. Έξαφνα την αντικρίζει ένα λιοντάρι.
Η γάτα μόλις είδε το λιοντάρι, ζάρωσε σ’ ένα μέρος και περίμενε να δει τι θα κάνει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήγε κοντά της και την μυρίστηκε κι ύστερα της λέει:
– Και συ από τη δική μας τη γενιά μοιάζεις, αλλά πολύ μικρή είσαι.
Και η γάτα του λέει:
– Αν ζούσες και συ κοντά στον άνθρωπο, και συ μικρός θα ήσουν.
– Και γιατί; ρωτά το λιοντάρι, τι είναι αυτός ο άνθρωπος; Τόσο μεγάλος είναι και τόσο άγριος; Πού είναι να τον δω;
Τότε η γάτα λέει:
– Έλα μαζί μου να σου τον δείξω.
Το λιοντάρι άκουσε της γάτας τα λόγια και άρχισαν να περπατούν. Περπατώντας μέσα στο βουνό, βλέπουν έναν άνθρωπο που έκοβε ξύλα.
Η γάτα λέει στο λιοντάρι:
– Να τος ο άνθρωπος.
Πήγαν κοντά, Το λιοντάρι καλημέρισε τον άνθρωπο και του λέει:
– Εσύ είσαι ο άνθρωπος;
– Εγώ, λέει αυτός.
– Έμαθα που είσαι πολύ δυνατός και ήρθα να παλέψουμε.
– Πολύ καλά, να παλέψουμε… Αλλά βοήθησέ με πρώτα να να σκίσω αυτό το μισοσκισμένο ξύλο κι ύστερα παλεύουμε.
– Σε βοηθώ.
– Βάλε, σαν είναι, τα χέρια σου εδώ ανάμεσα στη σκισμάδα του ξύλου, για να το σκίσω.
Το λιοντάρι έβαλε τα χέρια του, κι ο άνθρωπος άφησε το ένα μέρος του ξύλου που βαστούσε από δω και τ’ άλλο από κει και σφίχτηκαν εκεί μέσα του λιονταριού τα χέρια. Τότε παίρνει ο άνθρωπος ένα ρόπαλο κι αρχινά, δώσ’ του και δώσ’ του ξύλο! πού σε τρώει, πού σε πονεί, και το έκανε σα πεθαμένο από το ξύλο.
Κατόπι άνοιξε το ξύλο και ξεπολύθηκαν του λιονταριού τα χέρια και ξαπλώθηκε σαν ψόφιο.
Ύστερα φορτώθηκε ο άνθρωπος ξύλα στη ράχη του, πήρε το αξινάρι του και τράβηξε για το σπίτι του.
Σαν έφυγε ο άνθρωπος, βγήκε η γάτα, που ήταν κρυμμένη, και πήγε κοντά στο λιοντάρι και το ρώτησε, άμα ήρθε στον εαυτό του:
– Πώς σου φάνηκε ο άνθρωπος;
– Εγώ, αν ήμουν στη θέση σου, από σένα ακόμα πιο μικρούτσικος θα έμενα.
Η γάτα μόλις είδε το λιοντάρι, ζάρωσε σ’ ένα μέρος και περίμενε να δει τι θα κάνει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήγε κοντά της και την μυρίστηκε κι ύστερα της λέει:
– Και συ από τη δική μας τη γενιά μοιάζεις, αλλά πολύ μικρή είσαι.
Και η γάτα του λέει:
– Αν ζούσες και συ κοντά στον άνθρωπο, και συ μικρός θα ήσουν.
– Και γιατί; ρωτά το λιοντάρι, τι είναι αυτός ο άνθρωπος; Τόσο μεγάλος είναι και τόσο άγριος; Πού είναι να τον δω;
Τότε η γάτα λέει:
– Έλα μαζί μου να σου τον δείξω.
Το λιοντάρι άκουσε της γάτας τα λόγια και άρχισαν να περπατούν. Περπατώντας μέσα στο βουνό, βλέπουν έναν άνθρωπο που έκοβε ξύλα.
Η γάτα λέει στο λιοντάρι:
– Να τος ο άνθρωπος.
Πήγαν κοντά, Το λιοντάρι καλημέρισε τον άνθρωπο και του λέει:
– Εσύ είσαι ο άνθρωπος;
– Εγώ, λέει αυτός.
– Έμαθα που είσαι πολύ δυνατός και ήρθα να παλέψουμε.
– Πολύ καλά, να παλέψουμε… Αλλά βοήθησέ με πρώτα να να σκίσω αυτό το μισοσκισμένο ξύλο κι ύστερα παλεύουμε.
– Σε βοηθώ.
– Βάλε, σαν είναι, τα χέρια σου εδώ ανάμεσα στη σκισμάδα του ξύλου, για να το σκίσω.
Το λιοντάρι έβαλε τα χέρια του, κι ο άνθρωπος άφησε το ένα μέρος του ξύλου που βαστούσε από δω και τ’ άλλο από κει και σφίχτηκαν εκεί μέσα του λιονταριού τα χέρια. Τότε παίρνει ο άνθρωπος ένα ρόπαλο κι αρχινά, δώσ’ του και δώσ’ του ξύλο! πού σε τρώει, πού σε πονεί, και το έκανε σα πεθαμένο από το ξύλο.
Κατόπι άνοιξε το ξύλο και ξεπολύθηκαν του λιονταριού τα χέρια και ξαπλώθηκε σαν ψόφιο.
Ύστερα φορτώθηκε ο άνθρωπος ξύλα στη ράχη του, πήρε το αξινάρι του και τράβηξε για το σπίτι του.
Σαν έφυγε ο άνθρωπος, βγήκε η γάτα, που ήταν κρυμμένη, και πήγε κοντά στο λιοντάρι και το ρώτησε, άμα ήρθε στον εαυτό του:
– Πώς σου φάνηκε ο άνθρωπος;
– Εγώ, αν ήμουν στη θέση σου, από σένα ακόμα πιο μικρούτσικος θα έμενα.
To ποντικάκι που ήθελε να αγγίξει ένα αστεράκι
Ήταν κάποτε ένας ποντικούλης που το λέγανε Τρωκτικούλη. Ο Τρωκτικούλης ο ποντικούλης κάθε φορά που έβλεπε τα αστεράκια στον ουρανό, ήθελε να τα αγγίξει.
- Παππού - έλεγε στον παππού του - σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου απαντούσε ο παππούς του. Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.
- Μα γιατί είναι τόσο ψηλά παππού;
- Είναι τόσο ψηλά για να μην τα αγγίζουνε τα ποντικάκια και λερώνεται η ασημόσκονή τους.
- Εγώ όμως παππού μια μέρα, να το δεις, θα αγγίξω ένα αστεράκι. Αλλά προτού το αγγίξω, θα πλύνω καλά- καλά τα χεράκια μου για να μην λερώσω την ασημόσκονη του.
Και τι δεν έκανε ο Τρωκτικούλης για να αγγίξει ένα αστεράκι. Έπαιρνε φόρα και πηδούσε με όλη του την δύναμη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Σκαρφάλωνε σε σκουπόξυλα. Σκαρφάλωνε σε τηλεγραφόξυλα. Σκαρφάλωνε σε κεραίες τηλεόρασης. Σκαρφάλωνε σε καμπαναριά. Τίποτα όμως. Όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να αγγίξει ένα αστεράκι.
- Ίσως είχε δίκιο ο παππούλης σκεφτόταν - Ίσως να μην αγγίξω ποτέ στην ζωή μου αστεράκι. Αλλά πάλι, το θέλω τόσο πολύ, που -ποιος ξέρει- ίσως κάποια μέρα να τα καταφέρω.
- Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες ώσπου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ βγήκε ο Τρωκτικούλης από την ποντικότρυπα του και τι να δει; Ένα στολισμένο έλατο στην μέση του σαλονιού και στην κορφή του ελάτου ένα ασημένιο αστεράκι.
Ο Τρωκτικούλης, έτριψε τα μάτια του σαστισμένος, έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά του, έκανε μπροστά, έκανε πίσω και έτρεξε στην ποντικοφωλιά του.
- Παππού! παππού! Έλα να δεις! ένα δέντρο φύτρωσε στη μέση του σαλονιού και στην κορυφή του έχει ένα αστεράκι.
- Είσαι σίγουρος εγγονάκι μου.
- Άμα σου λέω παππού! Θα το αγγίξω. Δεν μου ξεφεύγει! θα το αγγίξω.
Έτσι λοιπόν ο τρωκτικούλης έπλυνε τα χέρια του και για καλό και για κακό σαπούνισε τα ποδαράκια του και τα μουστάκια του και την ουρίτσα του και άρχισε να σκαρφαλώνει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε.
Εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ξύλινο στρατιωτάκι. Φορούσε φανταχτερή στολή και στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπαθί.
- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το στρατιωτάκι - Για πού το'βαλες;
- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι
- Αστεράκι; Τι νόημα έχει να αγγίξεις ένα αστεράκι; - είπε το στρατιωτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ καλύτερο.
- Δηλαδή;
- Να γίνεις και συ στρατιώτης - Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί στη βάση του δέντρου; Εκεί μέσα βρίσκονται άλλα δώδεκα στρατιωτάκια. Θα κάνουμε ένα στρατό και θα κατακτήσουμε όλο το σπίτι, θα κυριεύσουμε το μπάνιο. Θα λεηλατήσουμε την κουζίνα και ποιος ξέρει; Μπορεί να βρούμε κανέναν άλλο στρατό και να τον κατατροπώσουμε. Μετά θα κατακτήσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο. Θα είσαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι θα σε τρέμουνε.
- Δεν θέλω να είμαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι να με τρέμουνε.
- Τι θέλεις;
- Να αγγίξω ένα αστεράκι.
Έτσι ο Τρωκτικούλης συνέχισε να σκαρφαλώνει.
Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε -σκαρφάλωνε κι εκεί που σκαρφάλωνε, συνάντησε μια κουκλίτσα. Ήταν η πιο όμορφη κουκλίτσα που είχε δει ποτέ του. Είχε ολόξανθα μαλλιά και γαλάζια φουστίτσα.
- Γεια σου ποντικάκι - του είπε η κουκλίτσα - για πού το 'βαλες;
- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Και τι θα καταλάβεις να αγγίξεις ένα αστεράκι; είπε η κουκλίτσα - Ενώ αν αγγίξεις εμένα, αν με αγκαλιάσεις, αν με φιλήσεις, αν με αγαπήσεις - ποιος ξέρει - μπορεί να σε αγαπήσω κι εγώ. Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το ροζ περιτύλιγμα και την βυσσινιά κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται ένα πανέμορφο κουκλόσπιτο, με λουλουδένια ταπετσαρία στη κρεβατοκάμαρα και μικρούλικα σερβίτσια στην τραπεζαρία. Θα ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι και θα σου τηγανίζω κάθε μέρα τυροπιτάκια και την Κυριακή θα πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.
- Δεν θέλω να ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι ούτε να μου τηγανίζεις κάθε μέρα τυροπιτάκια ούτε την Κυριακή να πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.
- Τι θέλεις;
- Να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Καλά. Κάνε του κεφαλιού σου να δούμε τι θα καταλάβεις, είπε η κουκλίτσα.
Έτσι το ποντικάκι συνέχισε να σκαρφαλώνει.
- Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε και εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ναυτάκι.
- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το ναυτάκι - Για πού το' βαλες;
- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Αστεράκι; Ποιος ο λόγος να αγγίξεις ένα αστεράκι; Γιατί να χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου με αστεράκια; -είπε το ναυτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ -πολύ - πολύ μα πάρα πολύ καλύτερο.
- Τι;
- Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το θαλασσί περιτύλιγμα και την μπλε κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται μια μπουκάλα που έχει μέσα ένα καραβάκι. Θα σπάσουμε την μπουκάλα, θα κλέψουμε το καραβάκι θα πάμε στο πιο κοντινό ρυάκι και θα σαλπάρουμε. Έχω εδώ στην τσέπη ένα χάρτη θησαυρών. Θα βγούμε στον ωκεανό και θα βρούμε τον θησαυρό. Εκατό ροζ ρουμπίνια μεγάλα σαν καρύδια και χίλια πράσινα σμαράγδια μεγάλα σαν αμύγδαλα. θα είσαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου, όλοι θα σου κάνουν υποκλίσεις και θα ζεις σε ένα τυριόροφο σπίτι.
- Δεν θέλω να είμαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου ούτε όλοι να μου κάνουν υποκλίσεις ούτε να ζω σε ένα τυριόροφο σπίτι, είπε το ποντικάκι.
- Τι θέλεις;
- Να αγγίξω ένα αστεράκι - Πως το λένε ρε παιδιά; - Θέλω να αγγίξω ένα αστεράκι. Ένα αστεράκι. Δεν θέλω ούτε να γίνω δοξασμένος στρατιώτης ποντικός, ούτε να μου τηγανίζουν τυροπιτάκια, ούτε, ούτε να μου κάνουν υποκλίσεις. Ένα αστεράκι θέλω ν' αγγίξω κι εγώ. Πως το λένε; Ένα αστεράκι.
- Καλά ντε μη φωνάζεις. Εσύ θα το μετανιώσεις... είπε το ναυτάκι
Έτσι το ποντικάκι συνέχισε ν' ανεβαίνει, να ανεβαίνει να ανεβαίνει, ώσπου έφτασε στην κορυφή του ελάτου.
Εκεί αντίκρισε το πιο όμορφο αστεράκι που είχε δει ποτέ του Φεγγοβολούσε και το έλουζε σε μια μαλαματένια λάμψη. Το ποντικάκι άπλωσε δειλά -δειλά το χεράκι του που το είχε πλύνει οχτώ φορές και τ άγγιξε. Το αστεράκι λες και ανάσανε. Έγινε ακόμα πιο ασημένιο, πιο ζεστό, πιο λαμπερό. Λες και το αγκάλιασε η φεγγοβολιά του, λες και το χάιδεψαν απαλά οι φωτεινές αχτίνες του με την πιο γλυκιά θαλπωρή που μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Το ποντικάκι αισθάνθηκε τόσο μα τόσο ευτυχισμένο. Τα μουστάκια του έτρεμαν. Τα ποδαράκια του έτρεμαν. Η ουρίτσα του έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρο από τη χαρά του. Έτρεμε τόσο πολύ που έχασε την ισορροπία του, έπεσε από το δέντρο και βρέθηκε ανάσκελα στο παχύ χαλί.
Μόλις σηκώθηκε έτρεξε αμέσως στην ποντικότρυπα για να πει τα νέα στον παππού του.
- Παππού... παππού... Το άγγιξα.
- Ποιο άγγιξες εγγονάκι μου;
- Το αστεράκι! Το άγγιξα το αστεράκι!
- Μπράβο εγγονάκι μου - καμάρωσε ο παππούς. Είσαι το πρώτο ποντικάκι στην οικογένειά μας που αγγίζει αστεράκι. -Θα χουμε να το λέμε...
Μετά το ποντικάκι βγήκε από την ποντικότρυπα και έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να δει πάλι το αστεράκι που είχε αγγίξει.
Αλλά στο μεταξύ είχε γίνει μια βλάβη του ηλεκτρικού και το αστεράκι είχε σβήσει.
- Φαίνεται ότι θα γύρισε πάλι ξανά στον ουρανό! σκέφτηκε το ποντικάκι.
Φόρεσε το παλτουδάκι του βγήκε στον κήπο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.
Χιλιάδες, μυριάδες αστέρια στραφτάλιζαν στο απέραντο στερέωμα...
Το ποντικάκι τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα του.
- Ποιο άραγε να είναι αυτό που άγγιξα; αναρωτήθηκε.
Τώρα όμως που είχε αγγίξει ένα αστεράκι ένοιωθε μια μεγάλη αυτοπεποίθηση.
- Υπάρχουν χιλιάδες ακόμα αστεράκια για να αγγίξω - σκέφτηκε.
- Αλλά αφού τα κατάφερα μια φορά, σίγουρα θα τα ξανακαταφέρω... Θα τ' αγγίξω όλα...
Κι εκεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια ένα μικρό αστεράκι τρεμόσβηνε λες και του'κλεινε το μάτι, λες και το έλεγε.
- Ναι μικρό μου ποντικάκι... Κάποια μέρα θα τ'αγγίξεις όλα...
- Παππού - έλεγε στον παππού του - σήκωσέ με σε παρακαλώ στα χέρια σου για να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Δεν γίνεται αυτό που ζητάς εγγονάκι μου απαντούσε ο παππούς του. Τα αστεράκια είναι πάρα πολύ ψηλά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα αγγίξει κανείς.
- Μα γιατί είναι τόσο ψηλά παππού;
- Είναι τόσο ψηλά για να μην τα αγγίζουνε τα ποντικάκια και λερώνεται η ασημόσκονή τους.
- Εγώ όμως παππού μια μέρα, να το δεις, θα αγγίξω ένα αστεράκι. Αλλά προτού το αγγίξω, θα πλύνω καλά- καλά τα χεράκια μου για να μην λερώσω την ασημόσκονη του.
Και τι δεν έκανε ο Τρωκτικούλης για να αγγίξει ένα αστεράκι. Έπαιρνε φόρα και πηδούσε με όλη του την δύναμη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Σκαρφάλωνε σε σκουπόξυλα. Σκαρφάλωνε σε τηλεγραφόξυλα. Σκαρφάλωνε σε κεραίες τηλεόρασης. Σκαρφάλωνε σε καμπαναριά. Τίποτα όμως. Όσο και να προσπαθούσε δεν κατάφερνε να αγγίξει ένα αστεράκι.
- Ίσως είχε δίκιο ο παππούλης σκεφτόταν - Ίσως να μην αγγίξω ποτέ στην ζωή μου αστεράκι. Αλλά πάλι, το θέλω τόσο πολύ, που -ποιος ξέρει- ίσως κάποια μέρα να τα καταφέρω.
- Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι μήνες ώσπου ένα Χριστουγεννιάτικο βράδυ βγήκε ο Τρωκτικούλης από την ποντικότρυπα του και τι να δει; Ένα στολισμένο έλατο στην μέση του σαλονιού και στην κορφή του ελάτου ένα ασημένιο αστεράκι.
Ο Τρωκτικούλης, έτριψε τα μάτια του σαστισμένος, έκανε πέντε τούμπες από τη χαρά του, έκανε μπροστά, έκανε πίσω και έτρεξε στην ποντικοφωλιά του.
- Παππού! παππού! Έλα να δεις! ένα δέντρο φύτρωσε στη μέση του σαλονιού και στην κορυφή του έχει ένα αστεράκι.
- Είσαι σίγουρος εγγονάκι μου.
- Άμα σου λέω παππού! Θα το αγγίξω. Δεν μου ξεφεύγει! θα το αγγίξω.
Έτσι λοιπόν ο τρωκτικούλης έπλυνε τα χέρια του και για καλό και για κακό σαπούνισε τα ποδαράκια του και τα μουστάκια του και την ουρίτσα του και άρχισε να σκαρφαλώνει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε.
Εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ξύλινο στρατιωτάκι. Φορούσε φανταχτερή στολή και στην μέση του είχε ζωσμένο ένα σπαθί.
- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το στρατιωτάκι - Για πού το'βαλες;
- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι
- Αστεράκι; Τι νόημα έχει να αγγίξεις ένα αστεράκι; - είπε το στρατιωτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ καλύτερο.
- Δηλαδή;
- Να γίνεις και συ στρατιώτης - Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί στη βάση του δέντρου; Εκεί μέσα βρίσκονται άλλα δώδεκα στρατιωτάκια. Θα κάνουμε ένα στρατό και θα κατακτήσουμε όλο το σπίτι, θα κυριεύσουμε το μπάνιο. Θα λεηλατήσουμε την κουζίνα και ποιος ξέρει; Μπορεί να βρούμε κανέναν άλλο στρατό και να τον κατατροπώσουμε. Μετά θα κατακτήσουμε και τον υπόλοιπο κόσμο. Θα είσαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι θα σε τρέμουνε.
- Δεν θέλω να είμαι ένας δοξασμένος στρατιώτης ποντικός και όλοι να με τρέμουνε.
- Τι θέλεις;
- Να αγγίξω ένα αστεράκι.
Έτσι ο Τρωκτικούλης συνέχισε να σκαρφαλώνει.
Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε -σκαρφάλωνε κι εκεί που σκαρφάλωνε, συνάντησε μια κουκλίτσα. Ήταν η πιο όμορφη κουκλίτσα που είχε δει ποτέ του. Είχε ολόξανθα μαλλιά και γαλάζια φουστίτσα.
- Γεια σου ποντικάκι - του είπε η κουκλίτσα - για πού το 'βαλες;
- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Και τι θα καταλάβεις να αγγίξεις ένα αστεράκι; είπε η κουκλίτσα - Ενώ αν αγγίξεις εμένα, αν με αγκαλιάσεις, αν με φιλήσεις, αν με αγαπήσεις - ποιος ξέρει - μπορεί να σε αγαπήσω κι εγώ. Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το ροζ περιτύλιγμα και την βυσσινιά κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται ένα πανέμορφο κουκλόσπιτο, με λουλουδένια ταπετσαρία στη κρεβατοκάμαρα και μικρούλικα σερβίτσια στην τραπεζαρία. Θα ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι και θα σου τηγανίζω κάθε μέρα τυροπιτάκια και την Κυριακή θα πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.
- Δεν θέλω να ζήσουμε εκεί για πάντα ευτυχισμένοι ούτε να μου τηγανίζεις κάθε μέρα τυροπιτάκια ούτε την Κυριακή να πηγαίνουμε στο κουκλοθέατρο.
- Τι θέλεις;
- Να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Καλά. Κάνε του κεφαλιού σου να δούμε τι θα καταλάβεις, είπε η κουκλίτσα.
Έτσι το ποντικάκι συνέχισε να σκαρφαλώνει.
- Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε και εκεί που σκαρφάλωνε συνάντησε ένα ναυτάκι.
- Γεια σου ποντικάκι - του είπε το ναυτάκι - Για πού το' βαλες;
- Πάω να αγγίξω ένα αστεράκι.
- Αστεράκι; Ποιος ο λόγος να αγγίξεις ένα αστεράκι; Γιατί να χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου με αστεράκια; -είπε το ναυτάκι - Έχω να σου προτείνω κάτι πολύ -πολύ - πολύ μα πάρα πολύ καλύτερο.
- Τι;
- Βλέπεις εκείνο εκεί το κουτί με το θαλασσί περιτύλιγμα και την μπλε κορδέλα στη βάση του δέντρου; Ε λοιπόν εκεί μέσα βρίσκεται μια μπουκάλα που έχει μέσα ένα καραβάκι. Θα σπάσουμε την μπουκάλα, θα κλέψουμε το καραβάκι θα πάμε στο πιο κοντινό ρυάκι και θα σαλπάρουμε. Έχω εδώ στην τσέπη ένα χάρτη θησαυρών. Θα βγούμε στον ωκεανό και θα βρούμε τον θησαυρό. Εκατό ροζ ρουμπίνια μεγάλα σαν καρύδια και χίλια πράσινα σμαράγδια μεγάλα σαν αμύγδαλα. θα είσαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου, όλοι θα σου κάνουν υποκλίσεις και θα ζεις σε ένα τυριόροφο σπίτι.
- Δεν θέλω να είμαι ο πιο εύπορος ποντικός του κόσμου ούτε όλοι να μου κάνουν υποκλίσεις ούτε να ζω σε ένα τυριόροφο σπίτι, είπε το ποντικάκι.
- Τι θέλεις;
- Να αγγίξω ένα αστεράκι - Πως το λένε ρε παιδιά; - Θέλω να αγγίξω ένα αστεράκι. Ένα αστεράκι. Δεν θέλω ούτε να γίνω δοξασμένος στρατιώτης ποντικός, ούτε να μου τηγανίζουν τυροπιτάκια, ούτε, ούτε να μου κάνουν υποκλίσεις. Ένα αστεράκι θέλω ν' αγγίξω κι εγώ. Πως το λένε; Ένα αστεράκι.
- Καλά ντε μη φωνάζεις. Εσύ θα το μετανιώσεις... είπε το ναυτάκι
Έτσι το ποντικάκι συνέχισε ν' ανεβαίνει, να ανεβαίνει να ανεβαίνει, ώσπου έφτασε στην κορυφή του ελάτου.
Εκεί αντίκρισε το πιο όμορφο αστεράκι που είχε δει ποτέ του Φεγγοβολούσε και το έλουζε σε μια μαλαματένια λάμψη. Το ποντικάκι άπλωσε δειλά -δειλά το χεράκι του που το είχε πλύνει οχτώ φορές και τ άγγιξε. Το αστεράκι λες και ανάσανε. Έγινε ακόμα πιο ασημένιο, πιο ζεστό, πιο λαμπερό. Λες και το αγκάλιασε η φεγγοβολιά του, λες και το χάιδεψαν απαλά οι φωτεινές αχτίνες του με την πιο γλυκιά θαλπωρή που μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Το ποντικάκι αισθάνθηκε τόσο μα τόσο ευτυχισμένο. Τα μουστάκια του έτρεμαν. Τα ποδαράκια του έτρεμαν. Η ουρίτσα του έτρεμε. Έτρεμε ολόκληρο από τη χαρά του. Έτρεμε τόσο πολύ που έχασε την ισορροπία του, έπεσε από το δέντρο και βρέθηκε ανάσκελα στο παχύ χαλί.
Μόλις σηκώθηκε έτρεξε αμέσως στην ποντικότρυπα για να πει τα νέα στον παππού του.
- Παππού... παππού... Το άγγιξα.
- Ποιο άγγιξες εγγονάκι μου;
- Το αστεράκι! Το άγγιξα το αστεράκι!
- Μπράβο εγγονάκι μου - καμάρωσε ο παππούς. Είσαι το πρώτο ποντικάκι στην οικογένειά μας που αγγίζει αστεράκι. -Θα χουμε να το λέμε...
Μετά το ποντικάκι βγήκε από την ποντικότρυπα και έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να δει πάλι το αστεράκι που είχε αγγίξει.
Αλλά στο μεταξύ είχε γίνει μια βλάβη του ηλεκτρικού και το αστεράκι είχε σβήσει.
- Φαίνεται ότι θα γύρισε πάλι ξανά στον ουρανό! σκέφτηκε το ποντικάκι.
Φόρεσε το παλτουδάκι του βγήκε στον κήπο και σήκωσε τα μάτια του ψηλά.
Χιλιάδες, μυριάδες αστέρια στραφτάλιζαν στο απέραντο στερέωμα...
Το ποντικάκι τα αγκάλιασε όλα με το βλέμμα του.
- Ποιο άραγε να είναι αυτό που άγγιξα; αναρωτήθηκε.
Τώρα όμως που είχε αγγίξει ένα αστεράκι ένοιωθε μια μεγάλη αυτοπεποίθηση.
- Υπάρχουν χιλιάδες ακόμα αστεράκια για να αγγίξω - σκέφτηκε.
- Αλλά αφού τα κατάφερα μια φορά, σίγουρα θα τα ξανακαταφέρω... Θα τ' αγγίξω όλα...
Κι εκεί ανάμεσα στα χιλιάδες αστέρια ένα μικρό αστεράκι τρεμόσβηνε λες και του'κλεινε το μάτι, λες και το έλεγε.
- Ναι μικρό μου ποντικάκι... Κάποια μέρα θα τ'αγγίξεις όλα...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)