Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

Γάτα, λιοντάρι και άνθρωπος

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια γάτα και βγήκε να κάνει ένα γύρο μέσα στο βουνό. Έξαφνα την αντικρίζει ένα λιοντάρι.
Η γάτα μόλις είδε το λιοντάρι, ζάρωσε σ’ ένα μέρος και περίμενε να δει τι θα κάνει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήγε κοντά της και την μυρίστηκε κι ύστερα της λέει:
– Και συ από τη δική μας τη γενιά μοιάζεις, αλλά πολύ μικρή είσαι.
Και η γάτα του λέει:
– Αν ζούσες και συ κοντά στον άνθρωπο, και συ μικρός θα ήσουν.
– Και γιατί; ρωτά το λιοντάρι, τι είναι αυτός ο άνθρωπος; Τόσο μεγάλος είναι και τόσο άγριος; Πού είναι να τον δω;
Τότε η γάτα λέει:
– Έλα μαζί μου να σου τον δείξω.
Το λιοντάρι άκουσε της γάτας τα λόγια και άρχισαν να περπατούν. Περπατώντας μέσα στο βουνό, βλέπουν έναν άνθρωπο που έκοβε ξύλα.
Η γάτα λέει στο λιοντάρι:
– Να τος ο άνθρωπος.
Πήγαν κοντά, Το λιοντάρι καλημέρισε τον άνθρωπο και του λέει:
– Εσύ είσαι ο άνθρωπος;
– Εγώ, λέει αυτός.
– Έμαθα που είσαι πολύ δυνατός και ήρθα να παλέψουμε.
– Πολύ καλά, να παλέψουμε… Αλλά βοήθησέ με πρώτα να να σκίσω αυτό το μισοσκισμένο ξύλο κι ύστερα παλεύουμε.
– Σε βοηθώ.
– Βάλε, σαν είναι, τα χέρια σου εδώ ανάμεσα στη σκισμάδα του ξύλου, για να το σκίσω.
Το λιοντάρι έβαλε τα χέρια του, κι ο άνθρωπος άφησε το ένα μέρος του ξύλου που βαστούσε από δω και τ’ άλλο από κει και σφίχτηκαν εκεί μέσα του λιονταριού τα χέρια. Τότε παίρνει ο άνθρωπος ένα ρόπαλο κι αρχινά, δώσ’ του και δώσ’ του ξύλο! πού σε τρώει, πού σε πονεί, και το έκανε σα πεθαμένο από το ξύλο.
Κατόπι άνοιξε το ξύλο και ξεπολύθηκαν του λιονταριού τα χέρια και ξαπλώθηκε σαν ψόφιο.
Ύστερα φορτώθηκε ο άνθρωπος ξύλα στη ράχη του, πήρε το αξινάρι του και τράβηξε για το σπίτι του.
Σαν έφυγε ο άνθρωπος, βγήκε η γάτα, που ήταν κρυμμένη, και πήγε κοντά στο λιοντάρι και το ρώτησε, άμα ήρθε στον εαυτό του:
– Πώς σου φάνηκε ο άνθρωπος;
– Εγώ, αν ήμουν στη θέση σου, από σένα ακόμα πιο μικρούτσικος θα έμενα.